- πόδισμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ποδίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόδισμα — το, Ν [ποδίζω] προσωρινό άραγμα σε απάνεμο όρμο … Dictionary of Greek
επίδοση — η 1.η παράδοση πράγματος (και ιδίως επίσημου εγγράφου) στα χέρια κάποιου: Επίδοση διαπιστευτηρίων. 2. (από το αμτβ. επιδίδω,προκόβω, προοδεύω), προκοπή, πρόοδος: Έχει μεγάλη επίδοση στα μαθηματικά. 3. (αθλητ.), το ανώτατο όριο αθλητικής… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)